ἐπηλύτης

ἐπηλύτης
ἐπηλ-ύτης [pron. full] [ῠ], ου, ,
A = ἔπηλυς, Th.1.9 codd., f.l. in X.Oec.11.4, cf. Poll.3.54, Philostr.VA2.9, Procop.Vand.2.10: —also [suff] ἐπήλ-ῠτος, ον, D.H.3.72, Ph.1.160.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • επηλύτης — ἐπηλύτης, ο (Α) [έπηλυς] 1. έπηλυς, ξένος 2. προσήλυτος …   Dictionary of Greek

  • ἐπηλύτης — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπηλύται — ἐπηλύτης masc nom/voc pl ἐπηλύτᾱͅ , ἐπηλύτης masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπηλυτῶν — ἐπηλύτης masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπηλύταις — ἐπηλύτης masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπηλύτην — ἐπηλύτης masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπηλύτῃ — ἐπηλύτης masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπηλύτας — ἐπηλύτᾱς , ἐπηλύτης masc acc pl ἐπηλύτᾱς , ἐπηλύτης masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επηλυσία — ἐπηλυσία και ἐπηλυσίη, η (Α) [επηλύτης] 1. γοητεία, μάγεμα 2. προσέγγιση 3. είσοδος, άφιξη …   Dictionary of Greek

  • ἐπηλύτου — ἐπήλυτος masc/fem/neut gen sg ἐπηλύτης masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”